μικροβιολογικός

μικροβιολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικροβιολογία («μικροβιολογική εξέταση»)
2. φρ. α) «μικροβιολογική δοκιμασία»
βιολ. η χρήση συγκεκριμένων μικροοργανισμών για τον καθορισμό τής ποσότητας ή τής περιεκτικότητας ουσιών, όπως τών βιταμινών, τών αντιβιοτικών, τών αμινοξέων
β) «μικροβιολογικός πόλεμος» — μικροβιακός πόλεμος.
επίρρ...
μικροβιολογικώς
με μικροβιολογικό τρόπο, από μικροβιολογική άποψη, σύμφωνα με τα μικροβιολογικά δεδομένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microbiologique. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ι. Τρικαλιανό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικροβιολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μικροβιολογία: Όλο το πρωί ήμουν στο νοσοκομείο για μικροβιολογικές εξετάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βακτηριακός — ή, ό 1. ο σχετικός με τα βακτήρια 2. φρ. «βακτηριακός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος …   Dictionary of Greek

  • βακτηριολογικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βακτηριολογία 2. φρ. «βακτηριολογικός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”